- κύρνε
- κύρνοςa nest of robbersmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κύρνε — Κύρνος a nest of robbers fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύρν' — Κύρνε , Κύρνος a nest of robbers fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύρν' — κύρνε , κύρνος a nest of robbers masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… … Dictionary of Greek